πευκοφλοιός

πευκοφλοιός
ο, Ν
φλοιός πεύκου με σημαντική περιεκτικότητα τανίνης, που χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκο + φλοιός. Η λ., στον πληθ. πευκοφλοιοί, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”